- ξεπουπούλιασμα
- το, -ατος1. αφαίρεση πούπουλων πουλιού, μάδημα.2. απόσπαση τριχών της κεφαλής, ξεμάλλιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεπουπούλιασμα — το [ξεπουπουλιάζω] 1. η αφαίρεση τών φτερών πτηνού, μάδημα 2. ξεμάλλιασμα κατά τον καβγά 3. απόκτηση φτερών 4. οικονομική αφαίμαξη … Dictionary of Greek
μάδημα — το 1. το βγάλσιμο τριχών, φτερών, φύλλων κτλ., το ξεπουπούλιασμα. 2. μτφ., η αφαίρεση χρημάτων με επιτήδειο τρόπο: Ύστερα από τέτοιο μάδημα δε θα ξαναπάμε σ’ αυτό το μαγαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)